νετρόνιο
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
Greek Monolingual
το
(πυρην.-φυσ.)
1. ηλεκτρικώς ουδέτερο υποατομικό σωματίδιο της κατηγορίας τών αδρονίων, με σύμβολο n και με μάζα παραπλήσια με την μάζα του πρωτονίου, μαζί με το οποίο αποτελεί συστατικό του ατομικού πυρήνα
2. φρ. α) «βόμβα νετρονίου» — πυρηνικό όπλο του οποίου η καταστρεπτική δράση βασίζεται μεν στην πραγματοποίηση πυρηνικών αντιδράσεων σύντηξης, με τη διαφορά όμως ότι το μεγαλύτερο μέρος της ενέργειας εκλύεται με τη μορφή ταχύτατων νετρονίων, έτσι ώστε κατά την έκρηξή του τα αποτελέσματα του ωστικού και του θερμικού κύματος να είναι μειωμένα σε σύγκριση με τα κλασικά πυρηνικά όπλα, αλλά αυξημένη η εκπομπή πυρηνικών ακτινοβολιών, οι οποίες επιφέρουν πολύ μεγάλης έκτασης βλάβες στους ζώντες οργανισμούς
β) «αστέρες νετρονίου» — κατηγορία αστέρων με μάζα εξαιρετικά μεγάλης πυκνότητας οι οποίοι θεωρείται ότι αποτελούνται κυρίως από νετρόνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. neutron, πιθ. < neutral (< λατ. neutralis «ουδέτερος» < λατ. neuter, -tra, -trum «ουδέτερος») + κατάλ. -on].