νευρίνη
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
Greek Monolingual
η
κοινή ονομασία ακόρεστης οργανικής ένωσης, βάσης του τεταρτοταγούς αμμωνίου, που σχηματίζεται κατά την αφυδάτωση της χολίνης και κατά τη σήψη τών ζωικών ιστών και είναι ουσία πολύ τοξική.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. neurine < νεύρο + κατάλ. -ίνη. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Δαμβέργη].