Ὠς χαρίεν ἔστʹ ἄνθρωπος, ὅταν ἄνθρωπος ᾗ → What a fine thing a human is, when truly human!
νευροσύμφορος: -ον, ὁ κάμνων τὰ νεῦρα νὰ πάσχωσιν, ὀργὴν νευροσύμφορον τίκτει ἡ πορνεία καὶ μοιχεία Ψευδο-Χρυσ. τ. 7, σ. 498, 8.
νευροσύμφορος, -ον (Α)αυτός που επιφέρει βλάβη στα νεύρα.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεῦρον + συμφέρω.