νευροχαλαστικόν
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
Greek Monolingual
νευροχαλαστικόν, τὸ (Μ)
θεραπευτικό μέσο για την χαλάρωση τών νεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αμάρτυρου επιθ. νευροχαλαστικός (< νεῦρον + χαλαστικός)].