νευροχαλαστικόν
From LSJ
οὕτω γὰρ συμβαίνει ἅμα καὶ ἡ τῶνδε εὐγένεια κοσμουμένη → for by so doing we shall also celebrate therewith the noble birth of these heroes
Greek Monolingual
νευροχαλαστικόν, τὸ (Μ)
θεραπευτικό μέσο για την χαλάρωση τών νεύρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του αμάρτυρου επιθ. νευροχαλαστικός (< νεῦρον + χαλαστικός)].