νεφελοχυσία

From LSJ

ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → nobody lies for a long time without being discovered

Source

Greek Monolingual

νεφελοχυσία, ἡ (Μ)
επικάλυψη τών οφθαλμών με μεμβράνα, καταρράκτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεφέλη + -χυσία (< -χυτός < χέω), πρβλ. αιματοχυσία].