νηλεῖτις

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηλεῖτις Medium diacritics: νηλεῖτις Low diacritics: νηλείτις Capitals: ΝΗΛΕΙΤΙΣ
Transliteration A: nēleîtis Transliteration B: nēleitis Transliteration C: nileitis Beta Code: nhlei=tis

English (LSJ)

ιδος, (νη-, ἀλείτης, ἀλιταίνω) fem. Adj. guiltless, unoffending, γυναῖκας... αἵ τέ σ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσι Od.16.317, 19.498, cf. 22.418. (νηλιτέες, νηλητέες are vv.ll.; Aristarch. interpr. ἁμαρτωλοί, πολυαμάρτητοι, from νη- intens.)

Greek Monolingual

νηλεῖτις, ἡ (Α)
αθώα, αναίτια, άκακη («γυναῖκας, αἵ τέ σ' ἀτιμάζουσι καὶ αἳ νηλείτιδές εἰσιν», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. πρόθημα νη- + ἀλεῖτις «αμαρτωλή, ανόσια»].

Russian (Dvoretsky)

νηλεῖτις: ιδος Hom. f к νηλειτής.