νηπιοκτόνος

From LSJ

Πατὴρ οὐχ ὁ γεννήσας, ἀλλ' ὁ θρέψας σε → Non qui te genuit, est qui nutrivit pater → Dein Vater ist, wer Nahrung dir, nicht Leben gab | nicht Vater ist, wer Leben, sondern Nahrung gab

Menander, Monostichoi, 452
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐοκτόνος Medium diacritics: νηπιοκτόνος Low diacritics: νηπιοκτόνος Capitals: ΝΗΠΙΟΚΤΟΝΟΣ
Transliteration A: nēpioktónos Transliteration B: nēpioktonos Transliteration C: nipioktonos Beta Code: nhpiokto/nos

English (LSJ)

νηπιοκτόνον, slaying children, διάταγμα LXX Wi.11.7.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιοκτόνος: -ον, ὁ φονεύων νήπια, Ἑβδ. (Σοφ. Σολ. ΙΑ΄, 8).

Greek Monolingual

-ο (Α νηπιοκτόνος, -ον)
(ως επίθ. και ως ουσ.) αυτός που φονεύει νήπια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιον + -κτόνος (< κτείνω «σκοτώνω»), πρβλ. μηλο-κτόνος, παιδοκτόνος.

German (Pape)

kinder tötend, Sp.