νηπιοκόμος
From LSJ
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
Greek Monolingual
ο, η
ο ειδικός στη φροντίδα και ανατροφή τών νηπίων, βρεφοκόμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + -κόμος (< κομώ «φροντίζω»), πρβλ. μελισσο-κόμος, παιδοκόμος.