νικομάχας
From LSJ
ἔνδον σκάπτε, ἔνδον ἡ πηγή τοῦ ἀγαθοῦ καί ἀεί ἀναβλύειν δυναμένη, ἐάν ἀεί σκάπτῃς → Dig within. Within is the wellspring of Good; and it is always ready to bubble up, if you just dig. | Look within. Within is the fountain of the good, and it will ever bubble up, if thou wilt ever dig.
English (LSJ)
[μᾰ], α, ὁ, conqueror in the fight, S.Fr.887 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 257] ὁ, Sieger in der Schlacht, Soph. frg. 765.
Russian (Dvoretsky)
νῑκομάχᾱς: α (μᾰ) ὁ победитель в бою Soph.
Greek (Liddell-Scott)
νῑκομάχᾱς: -ου, ὁ, ὁ νικητὴς ἐν τῇ μάχῃ, Σοφ. Ἀποσπ. 765.
Greek Monolingual
νικομάχας, ὁ (Α)
(ποιητ. τ.) νικητής σε μάχη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίκη + συνδετικό φων. -ο- + -μάχᾱς (< μάχομαι)].