νομοδίφης
From LSJ
Ἀλλ' ὑπ' ἐλπίδων ἄνδρας τὸ κέρδος πολλάκις διώλεσεν → But the profit-motive has destroyed many people in their hope for gain
Greek Monolingual
ο (Α νομοδίφης, δωρ. τ. νομοδίφας)
ερευνητής, αναδιφητής τών νόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δίφης (< διφῶ «μελετώ, ερευνώ»), πρβλ. ιστοριοδίφης].