νυκτοπάρωρο

From LSJ

Ῥῆμα παρὰ καιρὸν ῥηθὲν ἀνατρέπει βίον → Vitae lues vox missa non in tempore → Ein Wort zur Unzeit stülpt das ganze Leben um

Menander, Monostichoi, 466

Greek Monolingual

το
έξοδος για διασκέδαση ώς αργά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αμάρτυρου επιθ. νυκτοπάρωρος (< νύξ, νυκτός + πάρωρος.