νυκτοπάρωρο

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968

Greek Monolingual

το
έξοδος για διασκέδαση ώς αργά τη νύχτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του αμάρτυρου επιθ. νυκτοπάρωρος (< νύξ, νυκτός + πάρωρος.