νυκτοστολώ

From LSJ

φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν ... ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει → so let's stay away from the habitual ... it strangles us, turns us away from the truth

Source

Greek Monolingual

νυκτοστολῶ, -έω (Μ)
στέλνω κάτι στη διάρκεια της νύχτας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νύξ, νυκτός + -στολῶ (< -στόλος < στέλλω), πρβλ. ναυστολώ].