νόμευμα

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νόμευμα Medium diacritics: νόμευμα Low diacritics: νόμευμα Capitals: ΝΟΜΕΥΜΑ
Transliteration A: nómeuma Transliteration B: nomeuma Transliteration C: nomevma Beta Code: no/meuma

English (LSJ)

-ατος, τό, flock, herd, εὐπόκοις νομεύμασιν A.Ag.1416.

German (Pape)

[Seite 259] τό, das Geweidete, die Heerde, μήλων, Aesch. Ag. 1390.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
troupeau paissant.
Étymologie: νομεύω.

Russian (Dvoretsky)

νόμευμα: ατος τό стадо (μήλων Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

νόμευμα: τό, βόσκημα, δηλ. ποίμνιονἀγέλη, εὐπόκοις νομεύμασιν Αἰσχύλ. Ἀγ. 1416: οὐδαμοῦ ἄλλοθι εὕρηται.

Greek Monolingual

νόμευμα, τὸ (Α) νομεύω
ποίμνιο, αγέλη.

Greek Monotonic

νόμευμα: -ατος, τό (νομεύω), αυτό που βόσκει, δηλ. κοπάδι, αγέλη, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

νόμευμα, ατος, τό, νομεύω
that which is put to graze, i. e. a flock, Aesch.