ξεσκέπαστος

From LSJ

μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
ξεσκεπάζω
1. αυτός που δεν έχει σκέπασμα, κάλυμμα, ξέσκεπος, ακάλυπτος
2. μτφ. αυτός που δεν κρύβει τίποτε, ειλικρινής.