ξανακυλώ

From LSJ

ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here

Source

Greek Monolingual

(Μ ξανακυλῶ, -άω)
παθαίνω υποτροπή σε αρρώστια
νεοελλ.
1. κυλώ κάτι ξανά
2. σκάβω το έδαφος βαθιά, καλλιεργώ τη γη σκάβοντας βαθιά.