ξανθόπλοκος

From LSJ

τὰ ἀφανῆ τοῖς φανεροῖς τεκμαίρου → analyze the unknown based on the known

Source

German (Pape)

[Seite 275] mit blonden Flechten, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ξανθόπλοκος: -ον, ὁ ἔχων ξανθοὺς πλοκάμους, Πισίδ. Ἑξαήμ. σ. 420.

Greek Monolingual

ξανθόπλοκος, -ον (Μ)
αυτός που έχει ξανθούς πλοκάμους, ξανθές πλεξίδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξανθός + πλόκος «πλόκαμος, πλεξίδα» (πρβλ. πολύπλοκος)].