ξεθαρρεύω

From LSJ

ἀλλὰ μὴν καὶ ἀναπαύσεώς γε δεομένοις ἡμῖν νύκτα παρέχουσι κάλλιστον ἀναπαυτήριον → and again, we need rest; and therefore the gods grant us the welcome respite of night

Source

Greek Monolingual

ξεθαρρεύω)
1. ανακτώ το θάρρος και την αυτοπεποίθηση μου, αναθαρρώ
2. (το μέσ.) ξεθορρεύομαι
εμπιστεύομαι κάποιον περισσότερο από όσο πρέπει
νεοελλ.
(το μέσ.) αποκτώ υπερβολικό θάρρος, γίνομαι αυθάδης, αποθρασύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐκ-θαρρῶ (εξ-εθάρρησα) κατά τα ρ. σε -εύω, με σίγηση του αρκτ. φωνήεντος (βλ. και λ. ξε-)].