Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξεκοκαλίζω

From LSJ

Ἡ δ' ἁρπαγὴ μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Vitiorum hominibus pessimum est rapacitas → Der Menschen schlimmstes Laster ist die Gier nach Raub

Menander, Monostichoi, 212

Greek Monolingual

και ξεκοκαλιάζω
1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας
2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα
3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία του πατέρα του»).