τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will
και ξεκοκαλιάζω1. ξεχωρίζω τα κόκαλα από το κρέας2. τρώω όλο το κρέας ώστε να μείνουν μόνο τα κόκαλα3. μτφ. σπαταλώ απερίσκεπτα, δαπανώ αλόγιστα («ξεκοκαλίζει την περιουσία του πατέρα του»).