Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ξεμπερδεύω

From LSJ

Νέµουσι δ' οἴκους καὶ τὰ ναυστολούµενα ἔσω δόµων σῴζουσιν, οὐδ' ἐρηµίᾳ γυναικὸς οἶκος εὐπινὴς οὐδ' ὄλβιος → They manage households, and save what is brought by sea within the home, and no house deprived of a woman can be tidy and prosperous

Euripides, Melanippe Captiva, Fragment 6.11

Greek Monolingual

1. λύνω ή ξεμπλέκω μπλεγμένα πράγματα («ξεμπέρδεψα την κλωστή»)
2. διευθετώ εκκρεμότητες, διαφορές, λογαριασμούς
3. απαλλάσσομαι από ενόχληση ή φροντίδα, τελειώνω κάτι, ξενοιάζω («ξεμπέρδεψα επιτέλους με αυτήν την υπόθεση»)
4. διασαφηνίζω, διευκρινίζω, διαφωτίζω («του τά ξεμπέρδεψα για να καταλάβει επιτέλους τί εννοούσα»)
5. εξαφανίζω, εξοντώνω κάποιον.