ξεπήδημα

From LSJ

σύμμικτον εἶδος κἀποφώλιον βρέφος → an infant of mixed appearance, born to sterility

Source

Greek Monolingual

το ξεπηδώ
1. το προς τα έξω και επάνω πήδημα
2. (για νερό) ανάβλυση
3. ξαφνική εμφάνιση.