ξεραΐλα

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source

Greek Monolingual

η
1. ανομβρία, ξηρασία
2. ξηρότητα
3. αφορία, έλλειψη βλάστησης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξέρα + κατάλ. -ίλα (πρβλ. κοκκινίλα)].