ξεριάς

From LSJ

στεφανηφορήσας καὶ ἱερατεύσας → having worn the crown and having had the priesthood

Source

Greek Monolingual

ο
παραπόταμος που ξεραίνεται το καλοκαίρι ξεροπόταμος, χείμαρρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξερός + κατάλ. -ιάς (πρβλ. πευκιάς)].