πευκιάς

From LSJ

θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
πευκώνας, δάσος με πεύκα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πεύκο + κατάλ. -ιάς (πρβλ. χιονιάς)].