ριζώνω
From LSJ
ἐν τυφλῶν πόλεϊ γλαμυρός βασιλεύει → in the land of the blind, the one-eyed man is king
Greek Monolingual
ῥιζῶ -όω, ΝΜΑ ρίζα
1. (για φυτό) πιάνω ρίζες, ριζοβολώ, απλώνω τις ρίζες μου και στηρίζομαι
2. μτφ. α) ενεργ. στερεώνω, θεμελιώνω, σταθεροποιώ κάτι, στηρίζω με ασφάλεια κάτι
β) (αμτβ.) θεμελιώνομαι, στερεώνομαι, σταθεροποιούμαι
νεοελλ.
μτφ. (για πρόσωπο) εγκαθίσταμαι οριστικά και μόνιμα σε έναν τόπο
αρχ.
(για περιοχή) είμαι φυτεμένος («ἀλωὴ ἐρρίζωται», Ομ. Οδ.).