ξερόμαντρα

From LSJ

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source

Greek Monolingual

η
περίβολος, μάντρα χτισμένη μόνο με πέτρες, χωρίς συνδετικό κονίαμα, χωρίς λάσπη, με ξερολιθιά.