ξηροκέφαλος
From LSJ
English (LSJ)
ξηροκέφαλον, dry-headed, Alex.Aphr.Pr.1.2.
German (Pape)
[Seite 279] mit trocknem Kopfe, Alex. Aphrod.
Greek (Liddell-Scott)
ξηροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων ξηρὰν κεφαλήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑγροκέφαλος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 2.
Greek Monolingual
ξηροκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξηρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. μικροκέφαλος.