ξηροκέφαλος

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξηροκέφᾰλος Medium diacritics: ξηροκέφαλος Low diacritics: ξηροκέφαλος Capitals: ΞΗΡΟΚΕΦΑΛΟΣ
Transliteration A: xēroképhalos Transliteration B: xērokephalos Transliteration C: ksirokefalos Beta Code: chroke/falos

English (LSJ)

ξηροκέφαλον, dry-headed, Alex.Aphr.Pr.1.2.

German (Pape)

[Seite 279] mit trocknem Kopfe, Alex. Aphrod.

Greek (Liddell-Scott)

ξηροκέφᾰλος: -ον, ὁ ἔχων ξηρὰν κεφαλήν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑγροκέφαλος, Ἀλεξ. Ἀφροδ. Προβλ. 1. 2.

Greek Monolingual

ξηροκέφαλος, -ον (Α)
αυτός που έχει ξηρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρός + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. μικροκέφαλος.