ξηροκοιτώ

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

ξηροκοιτῶ, -έω (Μ)
κοιμάμαι σε ξηρό, δηλαδή σε σκληρό κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -κοιτῶ (< -κοιτος < κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. σκληροκοιτώ].