ξηροκοιτώ

From LSJ

Ἔπαινον ἕξεις, ἂν κρατῇς, ὧν δεῖ κρατεῖν → Laus est, si, quibus est imperandum, tu imperes → Lob hast du, wenn du herrschst, worüber zu herrschen gilt

Menander, Monostichoi, 139

Greek Monolingual

ξηροκοιτῶ, -έω (Μ)
κοιμάμαι σε ξηρό, δηλαδή σε σκληρό κρεβάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξηρά + -κοιτῶ (< -κοιτος < κοίτη «κρεβάτι»), πρβλ. σκληροκοιτώ].