Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt
Full diacritics: ξῠλόλωτος | Medium diacritics: ξυλόλωτος | Low diacritics: ξυλόλωτος | Capitals: ΞΥΛΟΛΩΤΟΣ |
Transliteration A: xylólōtos | Transliteration B: xylolōtos | Transliteration C: ksylolotos | Beta Code: culo/lwtos |
ὁ, = πεντέφυλλον, Dsc.4.42, Glossaria.
[Seite 281] ὁ, Holzlotus, Diosc.
ξῠλόλωτος: ὁ, φυτόν τι, = πεντάφυλλον, Διοσκ. 4. 42.
ξυλόλωτος, ὁ (Α)
το ποώδες και πολυετές φυτό πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λωτός].