ξυλόλωτος

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ξῠλόλωτος Medium diacritics: ξυλόλωτος Low diacritics: ξυλόλωτος Capitals: ΞΥΛΟΛΩΤΟΣ
Transliteration A: xylólōtos Transliteration B: xylolōtos Transliteration C: ksylolotos Beta Code: culo/lwtos

English (LSJ)

ὁ, = πεντέφυλλον, Dsc.4.42, Glossaria.

German (Pape)

[Seite 281] ὁ, Holzlotus, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

ξῠλόλωτος: ὁ, φυτόν τι, = πεντάφυλλον, Διοσκ. 4. 42.

Greek Monolingual

ξυλόλωτος, ὁ (Α)
το ποώδες και πολυετές φυτό πεντάφυλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ξύλον + λωτός].