ξυνάορος

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source

French (Bailly abrégé)

anc. att. c. συνάορος, συνήορος.

English (Slater)

ξυνάορος v. συνάορος.

German (Pape)

altatt. = συνάορος.