ξυσμάτιον
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
τό, Dim. of ξῦσμα I. Ic, Hp.Epid.7.84.
2 ξ. ὀθόνης strip of linen, Aët.8.27.
German (Pape)
[Seite 283] τό, dim. zum Vorigen, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ξυσμάτιον: τό, ὑποκορ. τοῦ προηγ., Ἱππ. 1231C.
Greek Monolingual
ξυσμάτιον, τὸ (Α) ξύσμα
(υποκορ. του ξύσμα)
1. μικρό κομμάτι κρέατος που έχει αποκοπεί με ξύσιμο, ξέσμα
2. φρ. «ξυσμάτιον οθόνης» — το ξαντό.