ξωμάχος
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που εργάζεται στα χωράφια, στην ύπαιθρο
2. απόμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐξωμάχος, με σίγηση του αρκτ. άτονου ε-].