Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ὀδοντίζω (Α) οδούςγυαλίζω, στιλβώνω κάτι με τη χρήση δοντιού, δηλαδή σκληρού και λείου οστού2. (το παθ.) ὀδοντίζομαι(σχετικά με μηχάνημα) εφοδιάζομαι με δόντια («ἔτσι δὲ τὸ τύμπανον κυκλοτερές κατασκεύασμα ὠδοντισμένον», Ορειβ.).