οιδιπόδειος

From LSJ

τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life

Source

Greek Monolingual

-α, -ο (Α οἰδιπόδειος, -α, -ον, θηλ. και -ος, σπάν. και οἰδιπόδιος, -α, -ον) Οιδίπους
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Οιδίποδα («τῇ Οἰδιποδειᾳ καλουμένῃ κρήνῃ» — κρήνη τών Θηβών στο νερό της οποίας θεωρείται ότι έπλυνε τα χέρια του ο Οιδίπους μετά τον φόνο του πατέρα του, Παυσ.)
νεοελλ.
φρ. «οιδιπόδειο σύμπλεγμα»
(ψυχολ.) η επιθυμία για σεξουαλική επαφή με τον γονέα του αντίθετου φύλου και η συνακόλουθη έννοια ανταγωνισμού με τον γονέα του ίδιου φύλου, κατά τη θεωρία της ψυχανάλυσης
αρχ.
1. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Οἰδιπόδ(ε)ια
κύκλος επών που αναφέρονται στον μύθο του Οιδίποδος
2. το θηλ. ως ουσ. Οιδιπόδεια
έπος που αναφέρεται στον μύθο του Οιδίποδος.