οικομαχία

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

οἰκομαχία, ἡ (Α)
οικογενειακή διαμάχη, φιλονικία μεταξύ τών ατόμων που ζουν στο ίδιο σπίτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶκος + -μαχία (< -μάχος < μάχομαι), πρβλ. ιππομαχία, ναυμαχία].