δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up
οἰναδοθήρας, ὁ (Α)αυτός που κυνηγά άγρια περιστέρια.[ΕΤΥΜΟΛ. < οἰνάς, -άδος «είδος άγριου περιστεριού» + -θήρας (< θήρα «κυνήγι»), πρβλ. χρυσοθήρας].