οιναποθήκη

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source

Greek Monolingual

η
αποθήκη κρασιού, κάβα, χώρος κτηρίου ή κτήριο για αποθήκευση κρασιού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶνος + ἀποθήκη. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Ε. Πονηρόπουλο].