οιοσδήποτε

From LSJ

τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds

Source

Greek Monolingual

οιαδήποτε, οιονδήποτε (ΑΜ οἱοσδήποτε, οἱαδήποτε, οἱονδήποτε)
(αντων.) οποιοσδήποτε, όποιος και αν είναι («οιοσδήοτε βεβιασμένος χειρισμός συνεπάγεται επιδείνωση της κατάστασης»).
επίρρ...
οἱωσδήποτε (ΑΜ)
με οποιονδήποτε τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἷος (II), -α, -ον + αοριστολογικό μόριο δήποτε (< δή ποτε)].