ολυμπιοδρόμος
From LSJ
ἀλλ᾽ ἀμφὶ τοῖς σφαλεῖσι μὴ 'ξ ἑκουσίας ὀργὴ πέπειρα → to those who err in judgment, not in will, anger is gentle | men's wrath is softened toward those who have erred unwittingly
Greek Monolingual
ὀλυμπιοδρόμος, -ον (Α)
αυτός που έτρεξε στους Ολυμπιακούς Αγώνες ή αυτός που αγωνίστηκε ή νίκησε σε αγώνα δρόμου στους Ολυμπιακούς Αγώνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ὀλυμπία + -δρόμος (< δρόμος), πρβλ. μαραθωνοδρόμος.