ομοβώμιος
From LSJ
ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ
ὁμόβωμος, -ον (Α)
αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + βώμιος (πρβλ. επιβώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο)- + βωμός (πρβλ. πολύβωμος)].