ομοιότιμος

From LSJ

τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants

Source

Greek Monolingual

ὁμοιότιμος, -ον (Α)
αυτός που τιμάται εξίσου ή παρόμοια με κάποιον άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].