τοῖς ὕδασι σύντροφα τῶν ἐκ γῆς ἀναβλαστανόντων → which jointly with water nourish growing plants
ὁμοιότιμος, -ον (Α)αυτός που τιμάται εξίσου ή παρόμοια με κάποιον άλλο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τιμος (< τιμή)].