ομφαλοσκόπος
From LSJ
Greek Monolingual
ο
1. αυτός που ατενίζει εντατικά και για πολλή ώρα τον ομφαλό του με σκοπό να έλθει σε κατάσταση έκστασης
2. ομφαλόψυχος
3. μτφ. αυτός που έχει μοιρολατρική αδράνεια, που από οκνηρία σκέψεως ή νωθρότητα δεν καταβάλλει την απαιτούμενη ενέργεια για να διαμορφώσει ορθά ή τροποποιήσει μια κατάσταση που είναι πλημμελής, ο μοιρολάτρης, ο αδρανής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομφαλός + -σκόπος (< σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. οιωνο-σκόπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1861 στο Γαλλοελληνικόν Λεξικόν τών Σχινά και Λεβαδέως].