Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ομόρροπος

From LSJ

L'amor che move il sole e l'altre stelleLove that moves the sun and the other stars

Dante Alighieri, Paradiso, XXXIII, v. 145

Greek Monolingual

ὁμόρροπος, -ον (Α)
1. αυτός που είναι της ίδιας αξίας, της ίδιας στάθμης με κάποιον άλλο
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμόρροπον
ταυτότητα βάρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ρροπος (< ῥοπή), πρβλ. ισόρροπος].