ονηδόν

From LSJ

ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess

Source

Greek Monolingual

ὀνηδόν (Μ)
επίρρ. σαν όνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + επιρρμ. κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν)].