ονοκηλώνιος

From LSJ

οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior

Source

Greek Monolingual

ὀνοκηλώνιος, ὁ (Μ)
ο αρσενικός όνος, ο επιβήτορας όνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + κήλων «επιβήτορας»].