τὸν νέον τίνα οἴει καρδίαν ἴσχειν → what do you think are his feelings
ὀνοστάσιον, τὸ (Μ)στάβλος όνων.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -στάσιον (< -στάτης < ἵστημι), πρβλ. ὁπλοστάσιον].