οντότητα

From LSJ

Πᾶσιν γὰρ εὖ φρονοῦσι συμμαχεῖ τύχη → Sapientibus Fortuna se fert opiferam → Mit allen, die klug denken, steht das Glück im Bund

Menander, Monostichoi, 462

Greek Monolingual

η (ΑΜ ὀντότης) [[ον, όντος]]
1. η αφηρημένη έννοια του όντος, ύπαρξη, υπόσταση, το είναι
2. πραγματικότητα, αλήθεια
νεοελλ.
1. καθετί το οποίο αποτελεί την ουσία ενός πράγματος
2. (κατ' επέκτ.) η ίδια η ουσία
3. το ίδιο το υπάρχον, η αυτοτελής ύπαρξη, η ατομική αυθυπαρξία, η ατομικότητα, η προσωπικότηταείναι άνθρωπος χωρίς οντότητα»)
4. (λογ.) καθετί που έχει ύπαρξη, αλλά είναι απροσδιόριστο ως προς το ποιόν και τις σχέσεις του.