οξειδώνω

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

και οξιδώνω
χημ.
1. ενώνω με χημικές διαδικασίες κάποιο στοιχείο με το οξυγόνο ή επαυξάνω την ενυπάρχουσα ποσότητα οξυγόνου σε μια χημική ένωση
2. αφαιρώ υδρογόνο από ένα σώμα με την επίδραση οξυγόνου
3. εκθέτω μεταλλικό στοιχείο στην επίδραση του αέρα, του οξυγόνου, προκειμένου να σχηματιστεί στην επιφάνειά του σκουριά
4. μέσ. οξειδώνομαι
(για μέταλλο) σχηματίζω στην επιφάνειά μου οξείδιο, σκουριάζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oxidize (< οξείδιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1812 στον Κ. Κούμα].