γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at
το (ΑΜ ὀξύγαλα)ξινό γάλα, ξινόγαλανεοελλ.(κατ' επέκτ.) το γιαούρτι.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γάλα.