ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing
ὀξύγενυς, -ένυος, ὁ (Α)η οξεία, μυτερή άκρη του πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας.[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γένυς, -υος (πρβλ. χαλκόγενυς)].