οξύγενυς

From LSJ

ἐὰν ἃ τοῖς ἄλλοις ἐπιτιμῶμεν, αὐτοὶ μὴ δρῶμεν → avoid doing what you would blame others for doing

Source

Greek Monolingual

ὀξύγενυς, -ένυος, ὁ (Α)
η οξεία, μυτερή άκρη του πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γένυς, -υος (πρβλ. χαλκόγενυς)].