ὀξύγενυς

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀξῠγενυς Medium diacritics: ὀξύγενυς Low diacritics: οξύγενυς Capitals: ΟΞΥΓΕΝΥΣ
Transliteration A: oxýgenys Transliteration B: oxygenys Transliteration C: oksygenys Beta Code: o)cu/genus

English (LSJ)

υος, ὁ, point of the chin, Id.2.97.

Greek Monolingual

ὀξύγενυς, -ένυος, ὁ (Α)
η οξεία, μυτερή άκρη του πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γένυς, -υος (πρβλ. χαλκόγενυς)].