ὀξύγενυς
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
English (LSJ)
υος, ὁ, point of the chin, Id.2.97.
Greek Monolingual
ὀξύγενυς, -ένυος, ὁ (Α)
η οξεία, μυτερή άκρη του πώγωνος, γένι σε σχήμα σφήνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οξυ- + γένυς, -υος (πρβλ. χαλκόγενυς)].